«Μόλις ανέβασε στόρι. Να το δω; Χθες βράδυ πόσταρε μια φωτογραφία, είχε βγει, θα βγάλω και γω τώρα μια από το καφέ να ανεβάσω».
Ακούω από το διπλανό – αρκετά απομακρυσμένο λόγο συνθηκών – τραπέζι. Ένα νέο κορίτσι, φρέσκο κι όμως θαμπό, φορτωμένο μακιγιάζ και αγωνία, κουρασμένο από τη διπλή ζωή που καλείται να προλάβει. Τη μια στην οθόνη του κινητού και την άλλη έξω, την κανονική. Αλλά ποιος δίνει σημασία στη δεύτερη. Η πρώτη έχει τη σημασία… Oι εντυπώσεις. Τι δηλώνεις ότι ζεις, τι προσποιείσαι ότι νιώθεις, αστραφτερά χαμόγελα, στημένες αλλά «να φαίνεται φυσική» πόζες.
Τι πραγματικά ζεις, τι νιώθεις και πώς είναι η ζωή σου, κανένα δε νοιάζει. Άρα ούτε εσένα.
Μιλά στο τηλέφωνο κοιτάζοντας συγχρόνως ένα προφίλ. Προφανώς του πρώην που έφυγε αλλά και όχι. Αφού «βλέπει ακόμα τα στόρι μου»… αφού ακόμα είναι φίλοι στα σόσιαλ και ακολουθεί ο ένας τον άλλο… πόσο μακριά μπορεί να πάει; Εσύ πάντως, μ’ αυτό τον τρόπο, σίγουρα όχι και πολύ.
Ένας χωρισμός πονάει. Πονάει η απώλεια, ότι χάνεις κάτι δικό σου, όχι τόσο τον άνθρωπο. Συνήθως αυτός έχει χαθεί πολύ πριν φύγει το πρόσωπο από τη μέρα σου και το κορμί από το κρεβάτι σου – μιας και πρώτα απομακρύνεται η ψυχή και μετά το σώμα- όσο την καθημερινότητα που χτίσατε παρέα και κυρίως τα όνειρα που έφτιαξες εσύ, στο μυαλό σου για το αύριο που θα μοιραστείτε.
Τα όνειρα που πρέπει να μαζέψεις κομματάκι κομματάκι, σαν αντικείμενο αγαπημένο που έσπασε. Που δε θα σου λείψει αυτό καθαυτό. Ξεχασμένο στο ράφι το είχες έτσι κι αλλιώς, το μαρτυρούσε και η λεπτή στρώση σκόνης στην επιφάνεια, ήταν όμως τα χέρια που στο είχαν δώσει κάποτε. Χέρια λατρεμένα, που κάθε φορά που το κοιτούσες σε ταξίδευε σε στιγμές, μυρωδιές, εικόνες και αισθήματα. Και τώρα ξαφνικά έσπασε. Και εκείνος έφυγε. Και σαν να πήρε μαζί του και εκείνες τις στιγμές που ονειρεύτηκες ότι θα ζήσετε.
Και τώρα; πώς πάμε παρακάτω;
Παλιά τα πράγματα ήταν απλά. Μαζί με τα κομμάτια σου μάζευες κι ό,τι πράγματα είχες… και έκλεινες την πόρτα. Τις πρώτες νύχτες τρωγόσουν, πού είναι, με ποιον κι αν σε σκέφτεται. Έτρεμες αν τον πετύχαινε κάποιος γνωστός, τι του είπε, πώς τον είδε κι ίσως κάποια στιγμή να τον έβλεπες κι εσύ. Τυχαία. -Όντως τυχαία και όχι επειδή είχες δει στο instagram ότι πήγαινε εκεί συχνά- . «Τι κάνεις; πού είσαι τώρα; Άλλαξες τα μαλλιά σου… Πώς είναι οι δικοί σου…» Βασικές πληροφορίες, μέσα στην αμηχανία, γιατί τις είχες χάσει, προσπαθώντας να κρύψεις τον πανικό και την αγωνία σου.
Βίωνες, με σεβασμό και υπομονή, τα στάδια του πένθους, γιατί ο χωρισμός έχει, και οφείλει να έχει, πένθος. Την άρνηση, το θυμό, τη θλίψη τη διαπραγμάτευση με τον εαυτό σου, και σιγά σιγά έβγαινες ξανά δειλά στον κόσμο και επέτρεπες στον εαυτό σου να ανακαλύψει νέες πηγές χαράς.
Έχοντας πάρει χρόνο να νιώσει την απώλεια, χωρίς να φοβηθεί, κουκουλώνοντας το όποιο αρνητικό συναίσθημα μέσα από φωτογραφίες φλας, αδιάφορες πόζες και ψεύτικα χαμόγελα.
Τώρα τα πράγματα είναι αλλιώς. Δεν υπάρχει τίποτα φυσικό και τίποτα αυθόρμητο.
Τώρα έχεις κάμερα πάνω του και τα παρακολουθείς όλα. Η μάλλον έχετε και οι δυο και την ανοιγοκλείνετε, χωρίς να καταλαβαίνετε ότι μαζί της ανοιγοκλείνετε και το μπαούλο του χτες, μην αφήνοντας το αύριο να έρθει, να μπει καθαρός αέρας να φύγει η νοσταλγία και τα χνώτα της νύχτας για να φέρει ανάσα δροσερή και ολόφρεσκη την καινούργια μέρα.
Ακόμα και η επιστροφή, πριν από αυτό τον οικειοθελή εγκλεισμό στα σόσιαλ μίντια, είχε άλλη αξία. Άλλη δύναμη. Είχε το θάρρος να σηκώσεις το ακουστικό και να μιλήσεις. Να πεις «μου έλειψες», «θέλω να σε δω». Τώρα κρύβεσαι πίσω από λάικ, φόλοου, ανφόλοου και διαδικτυακές καρδούλες. Από σχόλια σε στόρι, και φατσούλες που κλείνουν μάτια… και η ζωή τρέχει.
Και συ ανοιγοκλείνεις το μπαούλο, παλεύοντας να ζήσεις ακινητοποιημένος στον καναπέ σου, κάνοντας εξόδους μόνο για τις φωτογραφίες ξεχνώντας ποιος είναι δίπλα σου. Ταΐζοντας με εικόνες την πεινασμένη σου ψυχή κρατώντας τη δέσμια κάθε φορά που τολμά να ξεμυτίσει να δει κάτι άλλο, αληθινό, γι’ αυτό και λιγότερο φανταχτερό, αλλά ζωντανό, πραγματικό γύρω της. Ξεχνώντας αυτή τη δεύτερη ζωή, που την έχεις στριμώξει στη γωνία να υπηρετεί την πρώτη, αμελώντας τελικά ποια είναι η πρώτη και ποια η δεύτερη. Μόνο που δεν υπάρχει ούτε πρώτη, ούτε δεύτερη. Αλλά μία, που σημαίνει ότι κάποια από τις δυο θα γίνει Ιφιγένεια εν Αυλίδι. Θα θυσιαστεί για να λύσουν τα πλοία τα σχοινιά τους.
Ποια τελικά θα θυσιάσεις; Την πραγματική που φαντάζει τόσο λίγη μπροστά στη φανταχτερή γεμάτη φως και φίλτρα; -μονάχα που εσένα σε βρίσκει πάντα σκυμμένο μπροστά σε μια οθόνη να τρώγεσαι στο χτες και στους Άλλους-. Η μήπως ήρθε η ώρα να βάλεις στο βωμό όλο αυτό το ψευτοφτιασίδωμα που ζεις μέσα από ψεύτικες εικόνες, κλείνοντας την κλειδαρότρυπα του άλλου, του όποιου Άλλου, και ανοίγοντας την πόρτα σε κάτι αληθινό; Ξέρω είναι δύσκολο. Είναι βολικό να μη ζεις και να περνάει παθητικά όλο αυτό μπροστά σου.
Θυμήσου μόνο ότι ο υπαρξιστής Rollo May άτολμο στη σύγχρονη κοινωνία δεν χαρακτηρίζει τον δειλό. Αλλά τον βολεμένο.
Σκέψου το.